πολυδερκέστερον — πολυδερκής much seeing adverbial comp πολυδερκής much seeing masc acc comp sg πολυδερκής much seeing neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυδερκέα — πολυδερκής much seeing neut nom/voc/acc pl (epic ionic) πολυδερκής much seeing masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυδερκές — πολυδερκής much seeing masc/fem voc sg πολυδερκής much seeing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυδερκέος — πολυδερκής much seeing masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυκυδερκής — γλυκυδερκής, ές (Α) 1. αυτός που κοιτάζει γλυκά 2. εκείνος που έχει γλυκιά όψη, που χαίρεσαι να τον κοιτάζεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλυκύς + δερκής < δέρκομαι «βλέπω» (πρβλ. οξυδερκής, πολυδερκής κ.ά.)] … Dictionary of Greek
δέρκομαι — και δερκιάομαι (Α) 1. βλέπω καθαρά 2. βλέπω, παρατηρώ κάποιον ή κάτι («...δερκομένοισι Τρῶας» ενώ παρατηρούσαν τους Τρώες) 3. διακρίνω, αισθάνομαι («κτύπον δέδορκα») 4. (για την Τύχη) προσβλέπω με εύνοια, ρίχνω ευνοϊκή ματιά 5. (για το φως)… … Dictionary of Greek
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek
πολυδευκής — I Bλ. λ. Διόσκουροι. II (Αστρον.). Άστρο του αστερισμού των Διδύμων. Έχει οπτικό αστρικό μέγεθος 1,2 και είναι το λαμπρότερο του αστερισμού. Η λαμπρότητά του είναι 32 φορές μεγαλύτερη της ηλιακής. Απέχει από τον Ήλιο 11 παρσέκ. * * * ές, Α 1.… … Dictionary of Greek